Αρόδο, Λιμάνια, Πορθμεία και Βαρκάρηδες της Άνδρου Εκδόσεις: Φιλοπρόοδος Όμιλος «Το Γαύριο»?Σελ.: 296
Η πιο αισθαντική σχέση που αναπτύχτηκε ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο είναι αυτή της θάλασσας με τα καράβια. Μια σχέση έμπνευσης που συνδύασε κάτι σπάνιο, μοναδικό και δυσεύρετο: την πρακτική με την αισθητική πλευρά της ζωής! Η ανάγκη για επικοινωνία, για περιπέτεια και για συναλλαγή βασίστηκε αποκλειστικά στον κανόνα της ομορφιάς όπως αυτή εκφράζεται από την ανείπωτη εικόνα ενός καραβιού και μιας θάλασσας… Αποτέλεσμα αυτής της βαθύτατης σχέσης ανθρώπου και θάλασσας είναι τα καράβια!Τα καράβια κι οι άνεμοι μετέφεραν αγαθά κι ιδέες από τόπο σε τόπο, σαν μια υπέρτατη συνθήκη ζωής, μια γέφυρα στεριάς - θάλασσας και στεριάς - ενώνοντας ανθρώπους και πολιτισμούς, μεταφέροντας τη μια ζωή στην άλλη, τον έναν κόσμο στον άλλο, γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, στις μέρες της τεχνολογικής αποθέωσης, όπου κανένα θαύμα δεν αποτελεί έκπληξη, όπου όλα γίνονται, η εικόνα ενός πλοίου που πλέει κατά μήκος των ακτών ενός νησιού αποτελεί την υπέρτατη απόλαυση, την πιο ολοκληρωμένη και βαθιά εκδοχή ομορφιάς, τουλάχιστον για όλους εμάς που γεννηθήκαμε στις ακτές αυτού του ευλογημένου τόπου. Ό,τι μας ενώνει με τη βαθύτητά μας είναι ένα καράβι μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας. Το τελευταίο επιζών εθνικό θαύμα ενός λαού που παραδόθηκε αμαχητί στην ασχήμια. Πάντα η ανάμνηση ενός καραβιού θα διατρέχει το μακρύ παρελθόν, θα λαμπρύνει το θολό μας παρόν, θα χαρίζει μια προοπτική ελπίδας στον ασταθή κυματισμό του μέλλοντός μας.Αρόδο είναι ο τίτλος ενός λευκώματος που κυκλοφόρησε από τον Φιλοπρόοδο Όμιλο «Το Γαύριο», ενός λευκώματος που περικλείει στις σελίδες του την ιστορία όλων εκείνων των καραβιών του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα που έπιαναν αρόδο στα τέσσερα λιμάνια της Άνδρου (Χώρα, Κόρθι, Μπατσί, Γαύριο), περιμένοντας τους βαρκάρηδες με τις ξύλινες βάρκες τους για να παραλάβουν επιβάτες και αγαθά. Εκείνα τα χρόνια, τα περισσότερα νησιά δεν διέθεταν κατάλληλα λιμάνια για να προσορμισθούν τα πλοία· έτσι διέκοπταν την πορεία τους στα αβαθή, φόρτωναν και ξεφόρτωναν ανθρώπους και πραμάτειες και συνέχιζαν την πορεία τους για το επόμενο αρόδο στην Τήνο, στη Μύκονο…Αρόδο: όταν «πλοίον τι παραμένει ολίγον έξωθεν λιμένος ή όρμου χωρίς να αγκυροβολήσει». Παλιά συνήθεια, ξεθωριασμένη, ασπρόμαυρη σαν τις μοναδικές φωτογραφίες των καραβιών του λευκώματος που ζωντανεύουν θαρρείς ένα αρχαίο ήθος ανθρώπων και τόπων, μιας άλλης ζωής που πέρασε από χίλια μύρια κύματα για να φτάσει ως τις μέρες μας - αυτός ο μικρόκοσμος του μέτρου και της ψυχής -, να θεριέψει σε ένα τερατούργημα «αναπτυξιακής χρεοκοπίας»… Αρόδο· τα καράβια έρχονται και φεύγουν σαν μια αέναη εναλλαγή της ζωής. Ελπίδα και μελαγχολία, αρχή και τέλος, σμίξιμο και χωρισμός με δυο λόγια ο κύκλος της ζωής και του θανάτου στην πιο λαμπρή του εκδοχή: μιας θάλασσας, ενός ουρανού, ενός τόπου, ενός καραβιού με μάρτυρες τις ζωές των ανθρώπων.Αρόδο· μια συνθήκη αναμονής με μόνιμο χαρακτήρα και με τα στοιχεία της πλέον πολυπόθητης επανάληψης, μιας επανάληψης που αναζωογονεί, που δεν είναι ποτέ ίδια. Η ιδέα και μόνο ενός νησιού δίχως τη συντροφιά ενός πλοίου μοιάζει με την απέραντη έρημο, όπως αντίθετα ένα καράβι στο λιμάνι αποτελεί την όαση κάθε νησιωτικού τόπου. Έτσι, αυτά τα καράβια υπήρξαν σάρκα απ’ τη σάρκα των νησιών μας, ένας πλωτός τόπος- ένα αναπόσπαστο κομμάτι τους, η ψυχή τους η ίδια. Μεταφέροντας τους ανθρώπους, εκπλήρωναν τις βαθύτερες επιθυμίες και ανάγκες τους.Το σφύριγμα στην άφιξη και στον απόπλου ενός καραβιού συμβόλιζε τον ζεστό και γεμάτο ζωή κτύπο της καρδιάς του νησιού, ο ουρανομή-κης καπνόςτου τα όνειρα, η αφρισμένη γραμμή τηςπορείαςτου την υπόσχεση της συνέχειας.Η ιδέα αυτού του λευκώματος ξεκίνησε από το νησιώτικο πάθος στη θέα ενός καραβιού, όπως αυτή αποτυπώνεται στις παλιές φωτογραφίες. Δεν άργησε λοιπόν να εξελιχτεί σε συλλεκτική εμμονή να βρεθούν όλες εκείνες οι ασπρόμαυρες φωτογραφικές αποτυπώσεις των καραβιών κυρίως που έπιαναν αρόδο.Ο εμπνευστής και δημιουργός αυτού του λευκώματος, ο Γιάννης Μα-μάης, άνθρωποςτων εκδόσεων, δεν ήθελε και πολύ αυτή την ιδέα να την αποτυπώσει σε βιβλίο. Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκδοση αντάξια της ιδέας και του υλικού της. Βάρκες, καΐκια, πρόσωπα και τα πλοία αρόδο, ξαναζωντανεύουν το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα με την ελκυστική πατίνα της νοσταλγίας, αλλά και την αναβίωση ενός κόσμου που πέρασε και μοιάζει απελπιστικά παλιός, αν και είναι ο κόσμος των πατεράδων μας, ο λαμπρός κόσμος των παιδικών μας χρόνων, ένας κόσμος που μέσα του μεγαλώσαμε. Ωστόσο, τα χρυσά ονόματα των πλοίων εκείνων - «Μοσχάνθη», «Παντελής», «Δέσποινα», «ΚωστάκηςΤόγιας» - πλέουν στο παρελθόν μας, εκεί, στα βάθη των αναμνήσεων, και συνεχίζουν τα μυθικά τους δρομολόγια…_Ξενοφών Μπρουντζάκης xenofonb@gmail.com |