ΦΙΛΟΠΡΟΟΔΟΣ ΟΜΙΛΟΣ
Αρχική Σελίδα » Εκδηλώσεις » Φαροφύλακες και οι φάροι της Άνδρου - 15-08-2012 14:26:53

Φαροφύλακες και οι φάροι της Άνδρου

Συντάκτης: M.M. (15-08-2012 14:26:53)

Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του συλλόγου μας για το φετεινό καλοκαίρι, την Τετάρτη 8 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε ομιλία, στο βιβλιοπολείο "Λογάρι",  με θέμα τους φαροφύλακες και τους φάρους της Άνδρου και ομιλητές τους Γιάννη Πίππα φιλόλογο και Δημήτρη Τριδήμα πλωτάρχη ε.α. του Π.Ν.
Οι δύο κεντρικοί ομιλητές κατέθεσαν τις εμπειρίες τους για τους φαροφύλακες, τους "ερημίτες των θαλασσών" αλλά και για τους πέτρινους φάρους που καταρρέουν μοιραία λόγω έλλειψης συντήρησης, χρησιμεύοντας πια μόνο ως αντικείμενο μελέτης των αθεράπευτων νοσταλγών του παρελθόντος.
Η πολύ πετυχημένη εκδήλωση, έκλεισε με τον τελευταίο των φαροφυλάκων,  Γιάννη Ρέρρα στο βήμα να μιλά για τις εμπειρίες του κατα την διάρκει της πολυετούς θητείας του.

Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία του φιλόλογου Γιάννη Πίππα:

ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΕΣ: ΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ

Φάρος της Φάσσας. Μα τι σημαίνει η λέξη «Φάσσα»; Γιατί ονομάσθηκε αυτό το ακρωτήρι του Κάβο-Ντόρου έτσι; Προφανώς από τις φάσσες που φωλιάζουν στα βράχια αυτού του. Ο φάσσες είναι οι «Φάοσες» των Αρχαίων Ελλήνων, ένα είδος λευκών αγριοπερίστερων που φωλιάζουν στα βράχια της περιοχής  και που αστράφτουν στον ήλιο, καθώς φτερουγίζουν. Μα και η λέξη «Φάοσα» παράγεται από τη λέξη «φάος», τον ασυναίρετο τύπο της  συνηρημένης λέξης «φως». Και εκεί λοιπόν στη  «Φάοσα» οι Αρχαίοι Έλληνες έστησαν ένα φρυκτωρείο,  για να εκπέμπει με το  φρυκτό του, δηλαδή τον πυρσό του  φάος, για να ειδοποιεί τα κατερχόμενα πλοία από το Βόρειο Αιγαίοι ότι, μόλις παρακάμψουν τη Φάοσα, το Παιώνιον ακρωτήριο, θα βρουν έναν ασφαλές  λιμάνι, το λιμανάκι του σημερινού Πύργου.

 Και λίγο πιο πέρα  πάνω σε ένα στενόμακρο  βραχώδες ακρωτήριο, στο σημερινό Άγιο-Σώστη, οι Αρχαίοι Έλληνες έστησαν ένα μεγαλοπρεπή λευκό πάλι ναό  του κυρίαρχου θεού  των θαλασσών, το Ναό του Σωσινέου  Ποσειδώνος, του Θεού που με την Τρίαινά του τάραζε τα νερά του Καφηρέα. Μπορούμε με τη φαντασία μας να αναπαραστήσουμε μια ομηρική σκηνή παρμένη από την Οδύσσεια του Ομήρου: Τον Ποσειδώνα πάνω στο άρμα του, πετώντας πάνω από τα κύματα του Καφηρέα, να μαστιγώνει τα άλογά του και να κατευθύνεται στο Ναό του, στο Ναό του Σωσινέου Ποσειδώνος. Σε αυτόν οι Έλληνες ναυτιλλόμενοι προσέφευγαν ικέτες για να μαλακώσουν την οργή του και να φθάσουν σώοι στο παρακείμενο λιμανάκι του Πύργου. Μα και τα λευκά  μάρμαρα του Ναού του Σωσινέου Ποσειδώνος φως δεν εξέπεμπαν, όταν την ημέρα ο εκτυφλωτικός ήλιος του Αιγαίου τα βομβάρδιζε; Άλλωστε οι παράλιοι αρχαίοι Ναοί με το λευκό φως που ακτινοβολούσαν, λειτουργούσαν και σαν ένα είδος φάρων της ημέρας. Ένας απαστράπτων στο φως του ήλιου αρχαίος Ναός στον Κρότωνα της Νότιας Ιταλίας, στη Μεγάλη Ελλάδα λειτουργούσε ως ημερήσιος φάρος, γιατί όχι και νυκτερινός, για όσους ναυτικούς παρέπλεαν τον κόλπο του Τάραντα κατευθυνόμενοι νότια προς τη Σικελία.  Ως  φάρος επίσης της ημέρας λειτουργούσε και ο Ναός του Ποσειδώνος στο Σούνιο, στις σημερινές Καβο-Κολόνες.
Αλλά και το μικρό ακρωτήριο ανάμεσα στον Άγιο-Σώστη και τη Φάσσα και σήμερα ονομάζεται «Περιστέρι». Μα τα περιστέρια έχουν λευκό χρώμα και όταν πετούν μέσα στο εκτυφλωτικό ήλιο του καταμεσήμερου  πάλι φάος-φως εκπέμπουν. Τα πάντα λοιπόν στη γύρω  περιοχή δηλώνουν και εκπέμπουν φως. Αλλά το φως μεταφορικά σημαίνει ελπίδα και  σωτηρία. Στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει σωτηρία και καταφυγή σε ασφαλές λιμάνι, στο ασφαλές λιμανάκι του Πύργου.
Οι  αιώνες πέρασαν. Οι Θεοί, μαζί με τους μύθους που τους συνόδευαν σιώπησαν. Το φάος στη Φάοσας έσβησε. Πάνω στα ερείπια του  αρχαίου ιερού του Σωσινέου  Ποσειδώνος ένας άλλος ομώνυμος χριστιανικός Ναός υψώθηκε, Σωσίνεως και αυτός, καραβοσώστης, ο σημερινός Άγιος Σώζων, ο Άγιος Σώστης. Είναι ο Άγιος που σε αυτόν προστρέχουν οι Ανδριώτες ναυτικοί κάθε χρόνο στις 7 του Σεπτέμβρη για να τον ικετεύσουν να τους χαρίσει καλά ταξίδια και γρήγορο νόστο  στη γενέθλια γη της Άνδρου. Ο Σωσίνεως Ποσειδώνας μετονομάσθηκε σε Άγιο-Σώστη και ο Καφηρέας σε Ξυλοφά, κατά συνεκδοχήν λέξη που υποδηλώνει ότι αυτή η θάλασσα «τρώει» τα ξύλα, τα καράβια.
Το 1207, όταν η Άνδρος πέρασε από τη Βυζαντινή στην Ενετική κυριαρχία, ο Βενετός δυνάστης της Άνδρου Marino Dandolo έκτισε ένα κάστρο ανάμεσα στη Φάσσα και στον Άγιο Σώστη, εκεί ακριβώς όπου η θάλασσα γαληνεύει, στο λιμανάκι του Πύργου, το Κάστρο του Μακροταντάλου, αυτό που σήμερα κείτεται σε ερείπια, για να βρίσκουν εκεί καταφύγιο και προστασία από την τρικυμία και τους πειρατές οι κατάφορτες με εμπορεύματα και επομένως με χρυσάφι βενετσάνικες Γαλέρες. Έτσι το στενό του Καφηρέα ή Ξυλοφά μετονομάσθηκε σε CAVO D’ORO που στην ιταλική γλώσσα σημαίνει «ακρωτήριο του χρυσού», λέξη που  υποδηλώνει ότι από το στενό αυτό περνούσε πλούτος εμπορευματικός ή ότι αυτός ο πλούτος βρισκόταν θαμμένος στο βυθό του λόγω των πολλών ναυαγίων. Και τότε πάλι, για δεύτερη φορά, το στενό του Κάβο-Ντόρου φωτίσθηκε από τρεις βενετσιάνικες βίγλες, στο Άγιο Σώστη, στον Πύργο του Μακροταντάλου και στο Καλλιβάρι. Όλους τους αιώνες της βενετοκρατίας οι τρεις αυτές βίγλες εξέπεμπαν φως στους ναυτιλλομένους, για να χαράζουν τη ρότα τους και να κατευθύνονται σε ασφαλή λιμάνια. Αλλά και αν άλλαξε η ονοματολογία και οι φρυκτωρίες ονομάσθηκαν βίγλες και ο Καφηρέας μετονομάσθηκε σε Ξυλοφά και σε  Κάβο-Ντόρο, η ουσία είναι μία, ότι η περιοχή αυτή ήταν κομβική για τη ναυσιπλοία ανάμεσα στο Βόρειο και στο Νότιο Αιγαίο και ότι βρισκόταν πάνω στο νευραλγικό θαλάσσιο δρόμο που οδηγούσε από και προς τα μεγάλα λιμάνια της Ανατολής και της Μαύρης Θάλασσας. Ώσπου και αυτές οι βίγλες με την έλευση της Τουρκοκρατίας έσβησαν. Ο Κάβο-Ντόρος σκοτείνιασε πάλι. Αιώνες έμεινε σκοτεινός.
          Ώσπου το βράδυ   της 15ης Φεβρουαρίου του 1859 πάνω στην κορυφή του λόφου  της Φάσσας, στο αρχαίο Παιώνιον ένα νέο πολύ ισχυρό λευκό φως αυτή τη φορά άναψε και πάλι. Το φως αυτό ήταν τόσο ισχυρό που έκανε τη νύχτα μέρα, ώστε οι καλλιεργητές των γύρω κτημάτων μπορούσαν να τα καλλιεργούν και νύχτα ακόμα, για να αποφεύγουν τη ζέστη της ημέρας. Το φως αυτό που φώτισε τη θάλασσα  σε βάθος 30 ναυτικών μιλίων, το εξέπεμπε ένας νεόκτιστος φάρος  κατασκευασμένος από τη Γαλλική Εταιρία Οθωμανικών Φάρων με εστιακό ύψος 212 μέτρων. Ήταν η τελευταία λέξη της τότε φαρικής τεχνολογίας. Ένας καταδιοπτρικός μηχανισμός με επιπεδόκυρτους φακούς που είχε εφεύρει ο Γάλλος επιστήμονας Αυγουστίνος   Fresnel και που τον είχε θέσει σε περιστροφική τροχιά ο  εφευρέτης Carcel. Ο μηχανισμός αυτός «ηγοράσθη εν Παρισίοις καί μετηνέχθη ενταύθα δαπανηθεισών δρχ.75.391,53» ενώ για την τοποθέτησή του δαπανήθηκαν άλλες 21.000 δρχ., ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή του. Πράγματι ήταν ένα έργο «περιποιούν τιμήν εις  την κατά τους χρόνους εκείνους αρμοδίαν υπηρεσίαν του Υπουργείου Εσωτερικών».
             Kαι, όπως ήταν φυσικό, ένας επιτηρούμενος φάρος σαν κι αυτόν της Φάσσας χρειαζόταν προσωπικό. Από πού  όμως; Φυσικά από τους πλησιόχωρους οικισμούς του Μακροταντάλου, το Σιδόντα, τις Χάρτες, τα Μηρμηγκιές, το Άη-Γιάννη, τον Κάλαμο, την Ψωριάριζα. Πραγματική ευλογία για τους οικισμούς αυτούς. Επρόκειτο για μια γερή οικονομική ένεση. Τόσες  και τόσες οικογένειες αποκτούσαν εργασία και οικονομικούς πόρους. Και φυσικά το χρήμα αυτό ως κατανάλωση διαχεόταν στην τοπική κοινωνία του Μακροταντάλου και της ευρύτερης περιοχής. Χωρίς την ανθρώπινη εποπτεία κανένας μηχανισμός, ακόμα και ο πιο τέλειος, όπως ο σημερινοί ηλεκτρονικοί, δεν μπορεί επ’ άπειρον να λειτουργεί. Και οι φάροι για να λειτουργήσουν και να επιτελέσουν το έργο τους χρειάζονταν ενέργεια και ανθρώπινη παρουσία. Στα μαθητικά μας χρόνια στο μάθημα της Φυσικής μαθαίναμε ότι για να παραχθεί έργο απαιτείται να καταναλωθεί ενέργεια. Στους φάρους η ενέργεια, η οποία από την αρχαιότητα καταναλωνόταν, ήταν τα ξύλα. Αργότερα  χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές ενέργειας οι ρητίνες, τα  ιχθυέλαια, το πετρέλαιο, η ασετιλίνη και στο τέλος το ηλεκτρικό ρεύμα και  η ηλιακή ενέργεια. Όμως υπάρχει μια άλλη μορφή άϋλης ενέργειας που χρειάσθηκε να δαπανηθεί αφειδώς για να λειτουργήσουν οι φάροι. Αυτή η άϋλη ενέργεια ήταν  η μοναξιά των φαροφυλάκων, των ερημιτών τους θαλασσών, όπως τους ονομάζει ο  Πετρομανιάτης στο βιβλίο το «Φαροφύλακες». Η σημερινή εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου του Γαυρίου στοχεύει στο να αποτίσει φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους γνωστούς και άγνωστους σε εμάς ερημίτες των θαλασσών, στους φαροφύλακες, οι οποίοι αντλώντας ενέργεια από τα ψυχικά τους αποθέματα, υπέμεναν  τη μοναξιά, εκτεθειμένοι πάνω σε απομονωμένες βραχονησίδες στις πλέον αντίξοες καιρικές συνθήκες και διακινδύνευαν  πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή, αφού στην ερημιά δεν είχαν πρόσβαση σε άμεση ιατρική βοήθεια σε περίπτωση κινδύνου της ζωής τους. Με αυτά λοιπόν τα ψυχικά τους αποθέματα φωτίζονταν οι θάλασσες. Στο πρόσωπο των τελευταίων εναπομεινάντων φαροφυλάκων της Άνδρου που σήμερα παρίστανται, τιμώνται στη σημερινή εκδήλωση και όλοι  οι προαπελθόντες.
          Ας  μνημονεύσουμε λοιπόν όλους όσους επέζησαν στη μνήμη του λαού της περιοχής του Γαυρίου, αφού τους πρώτους- πρώτους φαροφύλακες  της Φάσσας δεν τους γνωρίζουμε:   Δημήτρης Αθανασίου, Μιχάλης Ρούσσας, Μήτσος Ρούσσας, Δημοσθένης Ρέρρας, Πέτρος Μπατής, Αναστάσης Μουζάκης, Θανάσης Μουζάκης, Δημοσθένης Αθανασίου, Χρήστος Αθανασίου, Κώστας Ρήγας, Δημοσθένης Μαναλης, Γιώργος Παπαδημητρίου, Μιλτιάδης Κάρλος, Γιάννης  Κοζανίτης, Νίκος Βιταλιώτης, Γιάννης Μανάλης, Μιχάλης Μαργέτης, Γιάννης Ρέρρας, Βαγγέλης Τριανταφυλλάκης, Μιχάλης Τριανταφυλλάκης, Σπύρος Βάσης και Μιχάλης Τριδήμας. Παραλείψαμε λόγω ελλιπούς πληροφόρησης να μνημονεύσουμε στο περιδικό «Νήσος Άνδρος»  τους φαροφύλακες Γιώργο Ζαννάκη, Γιάννη  Γλυνό και  Περράκη Χαζάπη. Ο τελευταίος  υπηρέτησε ως «καπετάνιος», προϊστάμενος δηλαδή στη Φάσσα. Ιδιαίτερα θα πρέπει να μνημονεύσουμε στη σημερινή εκδήλωση τον γέρο-φαροφύλακα, τον υπεραιωνόβιο  ευσταλή γέροντα, τον μπαρμπα-Μιλτάδη Κάρλο, τον αρχαιότερο επιζώντα σήμερα φαροφύλακα, αυτόν που τον βλέπαμε πριν από μερικά χρόνια να συχνάζει στα καφενεία του Γαυρίου, ο οποίος λόγω ηλικίας δεν  ήταν δυνατό να παραστεί στη σημερινή εκδήλωση.
         Σήμερα πια οι φάροι είναι σχεδόν παροπλισμένοι και έχουν μόνο εφεδρικό ρόλο, λόγω της εισβολής της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας του Global Positioning System (G.P.S). Δεν απαιτούνται γι’ αυτούς πια φαροφύλακες, αφού η εποπτεία και η τροφοδοσία  τους γίνεται κεντρικά από την Φαρική Βάση στον Πειραιά. Αυτή τη τεχνολογική έκρηξη βέβαια ανύποπτοι την ονομάζουμε πρόοδο και ανάπτυξη. Δεν υποπτευόμαστε όμως ότι, όσο μεγεθύνονται  οι ρυθμοί της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης,  με  την ίδια ταχύτητα, κατά τρόπο που δεν τον υποπτευόμαστε, συσσωρεύονται νέα, δυσεπίλυτα και   άγνωστης μορφής προβλήματα. Όλες οι μεγάλες προσδοκίες  και οι  βεβαιότητες του 20ού αιώνες, οι οποίες στηρίζονταν σε τεχνολογικές και οικονομικές ψευδαισθήσεις, σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα  διαψεύσθηκαν. Η σύγχρονη παγκόσμια οικονομική κρίση, που τη βιώνουμε τόσο έντονα στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Ο δρόμος της ιστορίας, αλλά και των πολιτικών εξελίξεων δεν είναι ούτε βατός, ούτε ευθύς, αλλά δόλιχος. Ο κάθε φαροφύλακας, ο κάθε εργαζόμενος άνθρωπος, επιβάλλεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας και δευτερευόντως τα τεχνολογικά μέσα. Το αντίστροφο είναι μια αφύσικο. Το δημιούργημα δεν είναι δυνατόν να εκτοπίζει το δημιουργό. Την ιστορία τη γράφουν οι άνθρωποι και όχι οι μηχανές.
               Αφού λοιπόν η μοναξιά είναι μεταφορικά η καύσιμη ύλη, η ενέργεια που κατανάλωναν οι φαροφύλακες, οι ερημίτες των θαλασσών για να φωτισθούν τα πελάγη, καλό είναι να δώσουμε το λόγο σε έναν έγκριτο λογοτέχνη μας, τον Ηλία Βενέζη να μας δώσει παραστατικά με το λογοτεχνικό του τάλαντο αυτή την εικόνα της ερημιάς των φαροφυλάκων. Άλλωστε σε όλη τη λογοτεχνική δημιουργία  του ο Βενέζης αποτυπώνει  την οδύνη για η Μικρασιατική Καταστροφή.Χαρακτηριστικό είναι το διήγημά του «Οι γλάροι». Ήρωας στους «Γλάρους» του Βενέζη είναι ο μπαρμπα-Δημητρός, ένας πρόσφυγας γερο-φαροφύλακας. Στην πραγματικότητα ο Βενέζης φωτογραφίζει εμμέσως σε αυτό του το διήγημα τον παππού του, που τον υπεραγαπούσε και που ήρθε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη  με τη Μικρασιατική Καταστροφή από το Αϊβαλί. Παραστατικά μας δίνει την εικόνα του παππού του στο μυθιστόρημά το «Αιολική  Γη» Επειδή, όμως,  είναι κουραστικό για το ακροατήριο να σας διαβάσω όλο αυτό ο διήγημα, καλό είναι να σας  διαβάσω μερικά μόνο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτό, αφού πρώτα σας δώσω μια περίληψη του περιεχομένου του διηγήματος.
Περίληψη:
         Πάνω σε μια ερημονησίδα ανάμεσα στην Πέτρα και το Μόλυβο της Λέσβου  υψώνεται ένας φάρος με φαροφύλακα  ένα ειρηνικό γέροντα, το μπαρμπα-Δημητρό. Ήταν ένας πρόσφυγας που στη Μικρασιατική Καταστροφή, στην Καταστροφή της Ανατολής, όπως την ονομάζει ο Βενέζης, είχε χάσει και τα δύο του παιδιά. Μια φορά το μήνα με τη βάρκα του περνούσε στο απέναντι χωριό για να εισπράξει το μισθό του, να αγοράσει τρόφιμα, και  να μάθει τα νέα. Στους δρόμους του χωριού φίλευε τα μικρά παιδιά με φουντούκια. Τα αγαπούσε πολύ, αλλά και αυτά τον αγαπούσαν. Κάποτε μέσα στα βράχια βρήκε δύο μικρά γλαρόπουλα, τα οποία τα μετέφερε στο φάρο, τα τάϊσε, τα έσωσε, τα εξημέρωσε και τους έδωσε τα ονόματα των χαμένων παιδιών του: Βασίλης και Αργύρης. Όταν οι γλάροι μεγάλωσαν, τους απελευθέρωσε, αλλά εξημερωμένοι πια τα βράδια επανέρχονταν στο μαρμπα-Δημητρό, αφού την ημέρα  πήγαιναν να ψαρέψουν. Οι γλάροι είχαν υποκαταστήσει στην καρδιά του  τα χαμένα του παιδιά. Οι ψαράδες της περιοχής κατάπληκτοι έβλεπαν το πρωτοφανές, τους γλάρους εξημερωμένους. Έτσι πάνω στην ερημονησίδα ο μπαρμπα-Δημητρός διαχειριζόταν τη μοναξιά του. Πραγματικός ερημίτης των θαλασσών. Μια καλοκαιρινή, όμως, βραδιά οι γλάροι δε γύρισαν. Την άλλη μέρα δύο νέοι φοιτητές, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήρθαν κολυμπώντας στην ερημονησίδα. Επισκέφθηκαν τον μπαρμπα-Δημητρό και πάνω στη συζήτηση, ανυποψίαστοι όπως ήταν, τον πληροφόρησαν άθελά τους ότι κάποιοι σκότωσαν τους γλάρους του.. Ο μπαρμα-Δημητρός αναλύθηκε σε δάκρυα. Η μοναξιά, η χωρίς ελπίδα πια μοναξιά τον είχε συντρίψει. Είχε χάσει και τα υποκατάστατα των παιδιών του».
Να μερικά αποσπάσματα από τους «Γλάρους» του Βενέζη:
Πρώτο απόσπασμα
         «Μα από τούτη τη γυμνή  λουρίδα της  γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ’ αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά-σιγά να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημητρός, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει  την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και τη  ζωή: Θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευκτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος».
Δεύτερο απόσπασμα
        «Σαν μεγάλωσαν οι γλάροι κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί ο μπαρμπα-Δημητρός σκέφθηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα  πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάϊδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι αλαφρή.
-Άϊντε λοιπόν Βασίλη! Είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.
       Το πουλί πέταξε, έφυγε. Έβγαλε και το άλλο, το χάϊδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος. Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε από   τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν. Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι. Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν  κοπάδι με τους άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τα ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω τους. Τους είχαν μάθει κι οι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:
-Ε, Βασίλη!....Ε Αργύρη!»
Τρίτο απόσπασμα:
- « Πρέπει να φύγουμε» λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.
- «Σε χαιρετούμε παππούλη», λέει πρώτο το κορίτσι. Πιάνει το χέρι το, σκύβει να το φιλήσει.
- «Να σας βλογά ο Θεός», μουρμουρίζει συγκινημένος.
Έφυγαν. Παρακολουθεί  πολλή ώρα το αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο. Και ατέλειωτο. Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι κι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα θολωμένα  μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά του που μεγάλωσαν και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν και όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά  και οι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος».
            Στα εφηβικά μου χρόνια, όπως συμβαίνει συνήθως στους  έφηβους, προσπαθούσα να ικανοποιήσω τις νεανικές μου  αναζητήσεις  και  τις πνευματικές μου ανησυχίες, με το να απομυζώ κάθε ικμάδα από τη νεοελληνική λογοτεχνία. Σε αυτή την ηλικία διάβασα το διήγημα του Ηλία Βενέζη «Οι γλάροι». Συγκλονίσθηκα πραγματικά.  Όταν το ξαναδιάβασε, μονολόγησα: «Μα αυτός ο μπαρμπα-Δημητρός μου θυμίζει τον  παππού  μου, τον γεροφαροφύλακα  Δημοσθένη  Ρέρρα». Τον αγαπούσα και τον σεβόμουνα τον παππού μου.  Παιδί, κρεμόμουν από τα χείλη του για να ακούσω καμιά  ιστορία απ’ αυτόν. Από τα στόμα του είχα ακούσει πώς το Χαμιδιέ, το τουρκικό πολεμικό, που είχε ξεφύγει από τον κλοιό του  Αβέρωφ στη ναυμαχία της Λήμνου, πέρασε ακαταδίωκτο από τον Κάβο-Ντόρο. Στους βαλκανικούς πολέμους υπηρετούσε στη Φάσσα και αρμοδιότητά του ήταν να παρακολουθεί με τα κιάλια τα  διερχόμενα πλοία και να ενημερώνει το τότε Υπουργείο Ναυτικών. Τον θυμάμαι πόσο πράος και ευσυγκίνητος ήταν. Έπρεπε κι εγώ να αποτίσω ένα φόρο τιμής στο σεβάσμιο παππού μου σαν το Βενέζη. Αυτό ήταν το βαθύτερό μου κίνητρο για να γράψω  το σχετικό με τους φάρους  άρθρο που δημοσιεύθηκε φέτος στο περιοδικό «Νήσος Άνδρος» με τη φωτογραφία του παππού  στην οποία κρατάει τα κιάλια του και με υπότιτλο παρμένο από τους «Γλάρους» του Βενέζη. Πόση ανάγκη έχουν τα εγγόνια τους παππούδες τους! Μπορείτε να διαβάσετε του «Γλάρους» του Βενέζη στο διαδίκτυο πληκτρολογώντας «Οι Γλάροι του Ηλία Βενέζη».
                                                                       

                                                                                                              Γιάννης Πίππας

                    









Εγγφαφείτε για να λαμβάνετε μέσω e-mail το ενημερωτικό ηλεκτρονικό newsletter του συλλόγου μας.
Site designed by scriptnet & interneti
Site hosted by scriptnet